ἐπεύχεται

ἐπεύχεται
ἐπεύχομαι
pray
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επαυχώ — ἐπαυχῶ, έω (Α) 1. υπερηφανεύομαι, κομπάζω, καυχιέμαι για κάτι («τούτοις ἐπαυχεῑν καὶ δεδρακυῑαν γελᾱν», Σοφ.) 2. (με αιτ. και απρμφ.) είμαι βέβαιος, πεπεισμένος («ὡς κἄμ ἐπαυχῶ τῆσδε τῆς φήμης ἄπο», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαυχεῑ ἐπεύχεται».… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”